- μαρτυρέω
- + V 8-1-0-1-4=14 Gn 31,46.48(ter); Nm 35,30to witness, to testify Gn 31,46; to testify [τι] Dt 19,18; to testify against [κατά τινος] Dt 19,15; id. [ἐπί τινα] 1 Mc 2,37; id. [κατά τινα] Dt 31,21; to bear witness of sth to sb [τί τινι] Lam 2,13; to bear witness to [τινι] 2 Chr 28,10*2 Chr 28,10 μαρτυρῆσαι testify corr.? ἁμαρτῆσαι for MT מותשׁא guiltCf. HELBING 1928, 225; →NIDNTT; TWNT(→ἀντιμαρτυρέω, ἀπομαρτυρέω, διαμαρτυρέω, ἐκμαρτυρέω, ἐπιμαρτυρέω, καταμαρτυρέω,,)
Lust (λαγνεία). 2014.